πρωινόν

πρωινόν
πρωινός
masc acc sg
πρωινός
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πουρνό — το, Ν 1. πρωί, πρωινό 2. φρ. «πουρνό πουρνό» (με επιρρμ. σημ.) πολύ νωρίς το πρωί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πουρνό έχει προέλθει από το ουδ. τού επιθ. πρωινός με τις εξής μεταβολές: πρωινόν > *πρωνόν (με αποβολή τού ι , πρβλ. περιπατώ: περπατώ) >… …   Dictionary of Greek

  • ԱՅԳՈՒՆ — ( ) NBH 1 0080 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c ա. Առաւօտին. առաւօտեան. πρωινός matutinus Ուստի ԶԱՅԳՈՒՆՆ՝ τὸ πρωινόν ըստ ոմանց է (իբր անուն), զառաւօտու որսն. եւ ըստ ոմանց (իբր մ.), ընդ առաւօտն. *Զայգունն դեռեւս… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”